- φρουρεῖν
- φρουρέωkeep watchpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
стерегу — стеречь, укр. стерегу, стеречи, блр. сцерегу, сцерегцi, др. русск. стерегу, стеречи, ст. слав. стрѣгѫ, стрѣшти φυλάττειν, φρουρεῖν (Супр.), словен. strẹči, strẹžem стеречь, караулить , др. чеш. střěhu, střieci, чеш. střehu, střici, польск … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
περιπολώ — περιπολῶ, έω, ΝΜΑ [περίπολος] περιφέρομαι ως φρουρός ενός τόπου ή ως ανιχνευτής σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῑν ἐν τοῑς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῑν τὴν χώραν», Ξεν.) μσν. ασχολούμαι με κάτι αρχ. 1. κινούμαι γύρω από κάτι,… … Dictionary of Greek